- αγκίστρωμα
- το, -ατοςπιάσιμο με άγκιστρο, γάντζωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα … Dictionary of Greek
αγκίστρωση — η [αγκιστρώνω] το αγκίστρωμα* … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αγκίστρωση — η 1. το αγκίστρωμα. 2. εξαναγκασμός ενός στρατιωτικού τμήματος να μείνει γαντζωμένο σ ορισμένο σημείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)